- καλιούχα λιπάσματα
- калиеви ѓубрива
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
καλιούχος — α, ο αυτός που περιέχει κάλιον («καλιούχα λιπάσματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλιο + ούχος (< έχω), πρβλ. ανθρακ ούχος, χλωρι ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδωρο Αφεντούλη] … Dictionary of Greek